ποῦ

ποῦ
ποῦ interrog. marker of place (Hom.+).
interrogative reference to place without suggestion of movement, where(?), at which place(?)
in direct questions Mt 2:2; 26:17; Mk 14:12, 14; Lk 17:17, 37; 22:9, 11; J 1:38; 7:11; 8:10, 19; 9:12; 11:34 al.; 1 Cor 1:20; IEph 18:1 (both Is 19:12); H 9, 11, 3; GJs 21:1, 2 (codd.); 23:1a, 2. In rhetorical questions that expect a neg. answer where is? (Il. 5, 171; Diod S 14, 67, 1 ποῦ … ; ποῦ … ; Lucian, Dial. Deor. 4, 4; TestJob 32:2ff; ApcEsdr 2:8 p. 28, 19 Tdf. al.; pap, LXX; Jos., Ant. 10, 156 al.; Ath., R. 21 p. 74, 16) Lk 8:25; Ro 3:27; 1 Cor 1:20abc (ποῦ in several direct questions consecutively as Libanius, Or. 61 p. 337, 18 F.); 12:17ab, 19; 15:55ab (Hos 13:14ab); Gal 4:15; 1 Pt 4:18 (Pr 11:31); 2 Pt 3:4.
in indir. questions instead of ὅπου w. indic. foll. (En 12:1b; ParJer 7:14) Mt 2:4; Mk 15:47; J 1:39; 11:57; 20:2, 13, 15; Rv 2:13; 1 Cl 40:3; GJs 23:1. W. subj. foll.: οὐκ ἔχειν ποῦ (Epict. 2, 4, 7) have no place, have nowhere Mt 8:20; Lk 9:58; 12:17. ποῦ αὐτὸν ἀποκρύψῃ where (Elizabeth) could hide (John) GJs 22:3.
interrogative reference to place with implication of movement (for ποῖ [q.v.], which is not found in Bibl. Gk.) where(?), whither(?), to what place(?) (Antiphon 2, 4, 8; X., Cyr. 1, 2, 16; Epict. [index Sch.]; Vett. Val. 137, 35; 341, 6; Alciphron 4, 13, 2; Gen 16:8; Judg 19:17; Jdth 10:12; 1 Macc 3:50; En, JosAs, ParJer, ApcMos—Kühner-G. I 545, 4; B-D-F §103; Rob. 298; AMaidhof, Z. Begriffsbestimmung der Koine: Beiträge zur histor. Syntax der Griech. Sprache 20, 1912, 298ff).
in direct questions (Cebes 6, 2; 20, 1; En 102:1; JosAs 6:2f; GrBar 9:2) J 7:35; 13:36; 16:5 (cp. the amulet of a polytheist in ABarb, Der Österreich. Limes XVI 54f ποῦ ὑπάγεις; also Rtzst., ARW 24, 1926, 176–78); 1 Cl 28:2, 3 (Ps 138:7), 4. ποῦ σε ἀπάξω where should I bring you? GJs ποῦ πορεύῃ 19:1 (codd.).
in indir. questions (En 12:1a; ParJer 5:13; ApcMos 42) J 3:8; 8:14ab; 12:35; 14:5; Hb 11:8; 1J 2:11; IPhld 7:1; Hm 12, 5, 4.—DELG s.v. πο-. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — πού enclitic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… …   Dictionary of Greek

  • που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) …   Dictionary of Greek

  • η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”